- τεσσαρακαιδεκάδωρος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακαίδεκα + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. πεντά-δωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεσσαρακαιδεκάδωρα — τεσσαρακαιδεκάδωρος fourteen hand breadths long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)